ΘΟΛΟΣ ΒΥΘΟΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΤΖΑΚΑΣ


Περίληψη
Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 - 1955.

Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια.

Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .) (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, «Απόστολος Παύλος», «Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», οι «άγιοι» τόποι που καθόρισαν για έξι χρόνια τη ζωή του, όπως και των άλλων ορφανών του Εμφύλιου.

Οι άγριοι τόποι όπου ο παράδεισος των παιδικών χρόνων αντικαταστάθηκε από απρόσωπες κι αταξικές μικροκοινωνίες ίσης μεταχείρισης και προπαγάνδας που έστησε το Παλάτι την περίοδο 1947-1957 (από το καλοκαίρι του 1947 ιδρύθηκαν από τη Βασιλική Πρόνοια 52 παιδουπόλεις, όπου στεγάστηκαν 23.000 παιδιά).

Ο Ατζακάς παλεύει με τα φαντάσματά του. Σε αυτή τη διαδικασία συγκρούσεων η εμπειρία του συγγραφέα από τα θλιβερά ορφανοτροφεία της Φρειδερίκης είναι μια μαρτυρία μοναδική, που συμπληρώνει την οπτική και ιστορική καταγραφή. Στο «Θολό βυθό» δύο φωνές αφηγούνται. Ο ενήλικος Γιάννης Αρχοντής αφήνει διστακτικά για πρώτη φορά ύστερα από 50 χρόνια το Παιδί που κάποτε υπήρξε να μιλήσει. Να περιπλανηθεί σ’ αυτόν το σιωπηλό βυθισμένο κόσμο και να διηγηθεί την οδυνηρή εμπειρία, τα χαμένα, τα κλειδωμένα χρόνια στα παιδικά στρατόπεδα. Το ξερίζωμα του ορφανού από το χωριό του ‒τον Θεολόγο της Θάσου‒ τον πόνο του αποχωρισμού από τους αγαπημένους παππούδες, την έξωση από τον παράδεισο, τα 6 χρόνια περιπλάνησης από παιδόπολη σε παιδόπολη, υπακούοντας τυφλά σε οδηγίες και άνωθεν εντολές. Αναμνήσεις δυσάρεστες, αξεδιάλυτες, εντυπωμένες βαθιά μέσα στη μνήμη. Αδύνατον τελικά να ξεχαστούν, αφού ορίζουν την παρούσα θέση του ενήλικου που υπέφερε και υποφέρει. Τότε δεν ήξερε… «ο Γιάννης σκέφτηκε ότι το Παιδί δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι όλα εκείνα τα ιδρύματα ήταν δημιουργήματα μιας σκληρής και ταραγμένης εποχής με τις πιο σκοτεινές σκοπιμότητες». Τώρα αναζητά στους θολούς βυθούς της μνήμης του απαντήσεις. Φοβίες κι εμμονές απαιτούν να βγουν στην επιφάνεια. Εφιάλτες με στολή ονείρων. Όσο διαρκεί μια νύχτα το Παιδί επιστρέφει για να του δώσει τις ενδείξεις των ασυνείδητων κινήτρων.

Με δύο παράλληλους ψυχαναλυτικούς μονολόγους ο «δειλός» που κρύβεται χρόνια πίσω από το προσωπείο της αδιαφορίας ζητά λύτρωση. Από τις κρυμμένες ενοχές και τα κρυμμένα τραύματα. Στο Παιδί, αθώο και σκληρό, θα του επιτραπεί επιτέλους να μιλήσει. Να πει ολόκληρη την παλιά ιστορία. Για ανταρτόπληκτα παιδιά απότοκα ακραίων και λαθεμένων επιλογών. Για την προπαγάνδα ενός πολύπλοκου μηχανισμού που ανέλαβε να τα προστατέψει αλλά ταυτόχρονα να τα χειραγωγήσει. Για ακρωτηριασμένα αισθήματα. «Ούτε χωριό, ούτε σπίτι ούτε οικογένεια, ένα συφοριασμένο στρατόπεδο παιδιών ήταν, μονολόγησε ο Γιάννης. Υπήρχαν μόνο τα απαραίτητα, κι έτσι τα προσωπικά συναισθήματα ήταν εντελώς περιττά. Είχαν μάθει ν’ αγαπούν μόνο την πατρίδα, τη βασίλισσα, την Παναγιά και τον Χριστό. Για τους άλλους ανθρώπους, ακόμα και για τους πιο δικούς, δεν έμενε τίποτα». Να μιλήσει για τον παραλογισμό του πολέμου, για τα ποτάμια αίματος που χύθηκαν ένθεν κακείθεν, για τους εξορισμένους, τους απάτριδες, τους αγνοούμενους και τους νεκρούς. Για την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή εποχή που γέννησε εφιάλτες που βασανίζουν ακόμα. Εφιάλτες που τον ώθησαν να τους εξορκίσει γράφοντας ένα συγκλονιστικό πεζογράφημα. ATHENS VOICE
Πρόκειται για το 2ο βιβλίο της τριλογίας του Γιάννη Ατζακά.
Μέσα από τις σελίδες του ξεπροβάλει η μορφή του μικρού αγοριού που "βίαια" σχεδόν ξέκοψε από τον μέχρι τότε γνωστό του κόσμο, ξεκινώντας την πολύχρονη περιπλάνηση του, στις παιδουπόλεις της βασίλισσας.
Ότι βίωσε κι ότι ένιωσε γίνεται η φωνή, που περιγράφει τις σκηνές καθώς περνάνε με κίνηση αργή, μπρος στην οθόνη της ζωής του...! GVarvakis
ΑΤΖΑΚΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Συγγραφέας
Ο Γιάννης Ατζακάς γεννήθηκε το 1941 στον Θεολόγο της Θάσου. Αποφοίτησε το 1966 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1975 εργάστηκε στην Ιδιωτική και τη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Τα έργα του Διπλωμένα φτερά (Άγρα, 2007), Θολός Βυθός (Άγρα, 2008) και Φως της Φονιάς αποτελούν τριλογία. Δημοσίευσε επίσης την πολιτική νουβέλα Κάτω από τις οπλές (Άγρα, 2010). Ο Θολός Βυθός τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2009.


Γλώσσα: Ελληνικά
Εκδότης: ΑΓΡΑ
Συγγραφέας: ΑΤΖΑΚΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Έτος κυκλοφορίας: 2008
Σελίδες: 282
Διαστάσεις: 14x21
Χώρα: ΕΛΛΑΔΑ



Δημοσίευση σχολίου

2 Σχόλια

  1. Παναγιώτα Πανούσου23 Νοεμβρίου 2018 στις 9:29 π.μ.

    Το έχω στη βιβλιοθήκη μου, διαβασμένο πριν αρκετά Χρονια, αλλά όχι ξεχασμένο.Πολυ καλή επιλογή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το διαβασα χαριν μιας καλης φιλης και ειναι υπεροχο χωρις παθη και απαλλαγμενο απο οτιδηποτε θα μπορουσε να αναθερμανει παλια μιση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή